-
1 органы чувств
τα όργανα των αισθήσεωντα αισθητήρια όργαναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > органы чувств
-
2 чувство
-а ουδ.1. η αίσθηση•органы чувст τα όργανα των αισθήσεων•
чувство обоняния η αίσθηση της όσφρησης•
чувство зрения η αίσθηση της όρασης•
чувство слуха η αίσθηση της ακοής•
чувство осязания η αίσθηση της αφής•
чувство вкуса η αίσθηση της γεύσης.
2. πλθ. чувства, чувств οι αισθήσεις•упасть без чувств πέφτω αναίσθητος•
лишиться чувств στερούμαι των αισθήσεων•
привести в чувство συνεφέρω, επαναφέρω στις αισθήσεις•
прийти в чувство συνέρχομαι, σ.ναητώ τις αισθήσεις.
3. το αίσθημα•чувство боли το αίσθημα του πόνου•
чувство любви το αίσβτ\μα της αγάπης•
чувство гордости το αίαβτιΐια της υπερηφάνειας•
достоинства το αίσθημα της αξιοπρέπειας•
долга το αίσθημα του καθήκοντος•
чувство ответственности το αίσθημα της ευθύνης•
чувство жалости το αίσθημα του οίκτου.
|| αγάπη, έρωτας.4. συναίσθημα.